πανδοκευτής

πανδοκευτής
παν-δοκευτής, οῦ, ,
A = πανδοκεύς, BGU1468.3 (iii/ii B. C., pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πανδοκευτής — ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α [πανδοκεύω] 1. πανδοχέας, ξενοδόχος 2. το θηλ. ἡ πανδοκεύτρια μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα …   Dictionary of Greek

  • πανδοκεύτρια — ή, Α βλ. πανδοκευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”